ἀνθρωπονομικόν

ἀνθρωπονομικόν
ἀνθρωπονομικός
feeding men
masc acc sg
ἀνθρωπονομικός
feeding men
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπονομικός — ἀνθρωπονομικός, ή, όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α) ανθρωπονομική (τέχνη) η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους «τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”